Θυμάμαι…
Written by Αγγέλα Δουλγεράκη on 6 Νοεμβρίου 2018
Μια συνέντευξη αφιέρωμα στις γιαγιάδες μας, τις μανάδες μας, τις αδελφές μας που ζουν στα χωριά της κρητικής υπαίθρου και θεωρούμε δεδομένη τη δύναμη, την αντοχή, το κουράγιο τους. Τις κρίνουμε με συνθήκες πόλης κι η βοήθεια που ενίοτε ζητούν περνά από το «κόσκινο» της αυστηρής κριτικής μας.
«Θυμάμαι την κάθε στιγμή της ζωής μου. Από την ημέρα που κατάλαβα τον κόσμο μέχρι σήμερα… Δούλεψα, πόνεσα, μα την έβαλα σε μία σειρά… Όπως μπορούσα… Κουράστηκα όμως»…
«Αν είναι η μοίρα σου καλή κι η τύχη σου δουλεύτρα, κίνα του κόσμου τις δουλειές κι όλα θα πάνε ντρέτα»…. «Αν είναι η μοίρα σου κακή, να θέσεις να κοιμάσαι, μα και τα όρη να χαλάς άδικα τυραννάσαι»…
Δύο γυναίκες, δύο ζωές περπατημένες στους ίδιους δρόμους, εκεί σε μία γωνιά της κρητικής υπαίθρου, με τρεις σειρές λόγο κάθε μία, δίνουν το στίγμα της ζωής τους στο διάβα των χρόνων. Αφήνουν τη θύμηση να τρέξει πίσω στο ξεκίνημά τους. Η 93χρονη Γεωργία Κατσούνα και η 79χρονη νύφη της Χρυσούλα.
Τις γνωρίσαμε πρόσφατα από τις αναρτήσεις του γιού της πρώτης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο χωριό που μετρά τους κατοίκους του με τα δάκτυλα των δύο χεριών. Στο χωριό που άλλοτε έσφυζε από ζωή, την «Ακάμωτο», μια μικρή κουκίδα στο χάρτη, που ακόμα και σήμερα παρά την εσωτερική μετανάστευση των περισσοτέρων, παραμένει στα αζήτητα της πολιτείας. Στο χωριό που όπως αφηγείται η κα Γεωργία ο κόπος κι ο ιδρώτας των χωριανών έσμιγε με την ανθρωπιά, το θάρρος, το πείσμα, τα γλέντια, το τραγούδι και το χορό.
Σήμερα, ο χρόνος τους κυλά βασανιστικά αργά. Οι γείτονες λιγοστοί. Τα «σουλάτσα» στο χωριό αραιά. Αναζητούν τη συντροφιά και τις κουβέντες μεταξύ τους και με τα παιδιά τους. Η ώρα του καφέ τελετουργία. Η βοήθεια του ενός προς τον άλλον δεδομένη.
Μία εκκλησία που «λειτουργάτε» εκ περιτροπής κι ένα νεκροταφείο που γεμίζει με γεωμετρική πρόοδο συγκαταλέγονται παράλληλα, στ’ αξιοθέατα και τα μνημεία του χωριού…
Οι δύο γυναίκες έζησαν στις μέρες που η φτώχεια διαδεχόταν τη φτώχεια κι η ελπίδα για το σήμερα και το αύριο ξαπόσταινε προκλητικά μακριά από τη δική τους αυλή. Στις μέρες που τα χέρια ανδρών και γυναικών έπρεπε να πιάνουν για το μεροκάματο.
Στις μέρες που το αντίδοτο στη σκληρότητα των καιρών ήταν το πείσμα για ζωή …
Γεννήθηκε στη Μιαμού η κα Γεωργία όπου έζησε και τα πρώτα χρόνια της ζωής της, αλλά έφυγε με την οικογένεια της όταν τους έδιωξαν οι Γερμανοί.
Τα βήματα τους, τους έφεραν στην Ακάμωτο. Δούλευε σκληρά από παιδί στο σπίτι, στις ελιές, στ’ αμπέλια, καλλιεργώντας μποστανικά, μαζεύοντας βότανα κι ότι άλλο προσέφερε η γη, 365 ημέρες το χρόνο, τόσο ή ίδια όσο κι οι γονείς της με τα τέσσερα αδέλφια της.
Επιχείρησαν, λέει να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους, μετανάστευσαν κοντά σε συγγενείς στο Βορρά του Νομού Ηρακλείου, όμως οι διαφορές ήταν τέτοιες που τους έδειξαν το δρόμο της επιστροφής. Αναζήτησαν το δικό τους σπίτι, τη δική τους γωνιά στον κόσμο. Έτσι, η πώληση ενός οικοπέδου μαζί με το στάβλο του, έβαλε σε πειρασμό, όπως αποδείχθηκε, την κα Γεωργία. Βρήκαν με τον πατέρα της τον ιδιοκτήτη του, έκλεισαν τη συμφωνία της αγοράς με αντίτιμο τη δουλειά, τ’ αγροτικά προϊόντα που θα παρήγαγαν για τα επόμενα χρόνια και ξεκίνησαν από την αρχή.
… «Πουλούσαμε το λάδι και τη σταφίδα για να ξεπληρώσουμε το χρέος μας. Έστελνα τον πατέρα μου να πουλήσει τ’ ασκιά με το λάδι ή τη σταφίδα που παράγαμε. Κάναμε μεροκάματα, τα πόδια μας δεν άντεχαν και τα χέρια μας έτρεχαν αίμα, αλλά επιλογές δεν είχαμε…
Το σπίτι που μένω σήμερα είναι αυτό που έκτισα, πόνεσα, μεγάλωσα τα παιδιά μου. Ο πατέρας και τα αδέλφια μου δεν με αδίκησαν, δεν το διεκδίκησαν, ήξεραν ότι το πλήρωσα και μου το αναγνώρισαν»…
Μέσα σε τρείς κάμερες συγκέντρωσε τον «πλούτο» της ζωής της η 93χρονη γυναίκα. Μέσα σε τρείς κάμερες έχτισε τη ζωή της. Στον ίδιο χώρο ζει και σήμερα παρέα με τους βασιλικούς, τα δέντρα της, το «Ρήγα» της, τις αναμνήσεις της.
Με ένα φλιτζανάκι καφέ στο χέρι, γουλιά – γουλιά μας βάζει στη ζωή της.
… «Πήγα μπροστά με ότι είχα. Παντρεύτηκα στα είκοσι μου χρόνια. Έκανα τρία παιδιά. Κυνηγούσαμε τη δουλειά και με το σύζυγό μου. Ήταν καλοκαίρια που ανεβαίναμε στο Πενταμόδι σε συγγενείς για τον τρύγο. Ήταν χειμώνες που το μάζεμα των ελιών ήταν μόνο πόνος. Τα δάχτυλά μας πληγώνονταν από τις πέτρες και τα αγκάθια, καθώς τις μαζεύαμε από το έδαφος. Ανέβαινα πάνω στο γάιδαρο, το μουλάρι, στερέωνα τα σακιά κι άδειαζα μέσα τις ελιές μέχρι να γεμίσουν. Τέσσερεις φάρδους την ημέρα μαζεύαμε με τα χέρια, χωρίς άλλη βοήθεια. Επιστρέφαμε σπίτι μας σέρνοντας τα πόδια μας»…
Μόνο που εκεί για τη γυναίκα, τη σύζυγο, τη μάνα ξεκινούσε ένα ακόμα μεροκάματο, παρά τη βοήθεια που είχε από το σύζυγό της Νίκο. Η φροντίδα της οικογένειας που περνούσε από τα χέρια της, παράλληλα με τη φροντίδα των γονιών της.
… « Τη νύχτα έκανα τις δουλειές μου με το φεγγάρι και τη λάμπα. Τη μπουγάδα μου με τη στάχτη, τις αθωμαντήλες, τα κοφίνια, τις σκάφες. Σιδέρωνα τα ρούχα μου με το σίδερο κάρβουνου, η παρασιά ήταν συνεχώς αναμμένη για το μαγείρεμα του φαγητού»…
Η 93χρονη μιλά με καμάρι και για τους γιούς της. Δυσκολεύτηκε να τους μεγαλώσει, αλλά κι εκείνοι τα κατάφεραν καλά. Δακρύζει για το Γιάννη της που έφυγε πριν από αυτή κι ευελπιστεί ότι κάπου θα τον ξανασυναντήσει. Χαίρεται με την παρουσία των άλλων δύο δίπλα της, του Αντώνη και του Μανόλη, με τις χαρές των εγγονιών της, δακρύζει όταν μιλά και βλέπει να την επισκέπτονται τα δισέγγονά της…
… Δακρύζει με πόνο καθώς η δύναμη του κορμιού και της καρδιάς δεν ανταποκρίνεται πια στις εντολές της ψυχής και του μυαλού της να πεταχτεί πάνω να χορέψει τον «πανομερείτη» να τραγουδήσει και να μπει μπροστά στη γύρα της μαντινάδας, τότε που όπως λέει αγαπούσανε οι άνθρωποι ό ένας τον άλλο κι άφηναν τις παρεξηγήσεις στα μποστάνια….
«Οι μαντινάδες το ‘χουνε και σέρνουνε η μία την άλλη, να τονε πάρει ο διάολος όπου θα κακοβάλει»… «Να σε ρωτήξω κοπελιά που τα ‘βρηκες τα κάλη, αν τα πήρες δανεικά να τα γυρίσεις πάλι»… «Μά δεν τα πήρα δανεικά πίσω να τα γυρίσω, μόνο μου τα ‘δωκε ο θεός για να σε τυραννήσω»…
Γέννημα θρέμμα του χωριού η 79χρονη Χρυσούλα Κατσούνα.
Στην «Ακάμωτο» αντάμωσε και το «τυχερό» της, μέσω συνοικεσίου, παντρεύτηκε κι έφτιαξε την οικογένεια της.
Το σπιτικό της ανοικτό για συγγενείς και φίλους στο πέρασμα του χωριού με την πρώτη καλημέρα, την τελευταία καληνύχτα.
Η καρδιά της γεμάτη καλοσύνη, ξεχνά τις κακουχίες. Μιλά με αγάπη ακόμα κι γιαυτούς που την αδίκησαν. Αναφέρεται με περισσή αγάπη στα παιδιά της.
Για το σύζυγο που έχασε, αναφέρει: «Δουλεύαμε σκληρά για να φτιάξουμε το βιο μας. Να μεγαλώσουμε τα δύο παιδιά μας. Δεν πειράξαμε κανένα και δεν μας πείραξε κανείς. Από τον άνδρα μου δεν άκουσα ποτέ κακή κουβέντα. Η ζωή μας έκανε βέβαια συνεχώς κύκλους, άσπρους – μαύρους. Δεν έχω όμως κάτι να βασανίζει τη συνείδησή μου»…
Η μοναξιά κι η ανασφάλεια καταγράφονται στα προβλήματα του σήμερα, που επισημαίνει. Ανασφάλεια κυρίως για την υγεία των λιγοστών κατοίκων που στηρίζονται στις δυνάμεις τους, μετρούν μόνοι τους ακόμα και την πίεση τους, ενώ το κοντινότερο σε αυτούς ιατρείο είναι το Κέντρο Υγείας του Χάρακα.
Αφοπλιστικά συνειδητοποιημένη η 79χρονη γυναίκα κλείνει την κουβέντα μας με τη μαντινάδα: «Αν είναι η μοίρα σου κακή, να θέσεις να κοιμάσαι, μα και τα όρη να χαλάς άδικα τυραννάσαι»…
Κι όμως η ελπίδα παραμένει ζωντανή
Η ζωή κάνει κύκλους όμως κι η επιστροφή στα γενέθλια εδάφη για κάποιους νεώτερους είναι σκοπός ζωής. Αυτό πράττει ο Αντώνης Κατσούνας που μένει στο πατρικό του όσο περισσότερο μπορεί. Συλλογιέται, γράφει, πίνει τον καφέ του παρέα με τη μητέρα του και κάνει με την κα Γεωργία κουβέντες που τους έλειψαν στο διάβα της ζωής τους.
Παράλληλα καλεί μέσω του 98.4 τους συγγενείς και φίλους των κατοίκων της «Ακάμωτου», του χθες και του σήμερα, να περάσουν από το χωριό την Πέμπτη το πρωί, ανήμερα του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, προστάτη του χωριού, να λειτουργηθούν και να ανταλλάξουν κουβέντες ανάσας για τους λιγοστούς αυτούς ανθρώπους.
Ξεφυλλίζοντας τα κείμενα του διαβάζω μάλιστα, γι αναμνήσεις, γεύσεις, χρώματα κι αρώματα. που μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό των παιδιών μια ζωή.
ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΝ
Εκεί… στη ρίζα των Αστερουσιων…. λίγο πιο κάτω …στσι κουμουλιαδες… στο σπίτι πάνω στην ανηφόρα… στην άκρη του χωριού…
Εκεί που είδα πρώτη φορά ουρανούς, ήλιους, φεγγάρια κι άστρα…. εκεί στο χώμα που πάτησα και περπάτησα πρώτη φορά… εκεί που μύρισα πρώτη φορά αμπερόριζα και κολοκυθόβιολα… εκεί στην ίδια αυλή που μ’ έλουζε η μάνα μου με πράσινο σαπούνι…
Εκεί που μύριζε η μπουγάδα αλουσά…. εκεί που κοιμόμουνα τα καλοκαίρια κάτω απ τα δέντρα… και το χειμώνα κρύωνα γιατί οι αέρηδες μπένανε από παντού να μας πούνε καλησπέρα…
Και τώρα… έξι λάμπες… έξι θολές ακτίνες…. αυτό είναι ΟΛΟ το χωριό… η Ακάμωτος… Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ τώρα πια…ότι έζησε και πέθανε σ αυτή τη γωνιά της Μεσσαρας το κουβαλάνε αυτές οι “λαμπυρίδες”…κι αν κοιτάξεις πίσω τους θα δεις λύχνους… λάμπες πετρελαίου… φωτιές… κάρβουνα… μαγκάλια να καίνε…. αποσπερίδες… πρόσωπα αχνά τριγύρω…. τον Πενηντάρη…τον Πενηνταρογιαννη….να κατέβεις παρακάτω… την κατηφόρα… να παντήξεις τον μπάρμπα μου τον Βελιδάκη… τη Θεια μου την Αλισσάβη… το Σφακιανό… τον Ηρακλειαδαμη… τον Τενεκεντζη… τον Ευτυχογιωργη.. τον Ευτυχη…την Αργυρη… τη Χρυσουλα… τον Λεωνίδη με την Λεωνίδαινα… τον Παντελη… το Στεργιογιωργη… την Εργίνα… τον Στεργιαδαμη… την Πόπη… το Σταυρουλονικολη με τη θειά μου τη Ζωη… το Μουντακη… τον Ευτυχομανωλη με την Ολυμπία… την Λαμπρινα… το Ζαχαρια…
Όλοι κρεμασμένοι πάνω σ αυτές τις θολές ακτίνες… να τρεμοσβήνουμε μαζί τους….
Κι εγώ εδώ ανάμεσα σε όλα να νοιώθω γύρω μου τους κύκλους που έχουν κλείσει, τους κύκλους που κλείνουν σιγά – σιγά, τους κύκλους που μέσα τους χορεύω ακόμη..
Εδώ… στην Ακάμωτο!!! Εδώ στην Αφετηρία…
Εδώ απ όπου ξεκίνησα και ξεκινώ ακόμη για να σας φτάσω…. να σας κουβαλήσω αυτά… τις μυρωδιές… τα άστρα… την ησυχία
ΕΚΕΙ ΣΤΗ ΜΗΤΡΑ ΜΕΣΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΩ ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΑΩ ΗΣΥΧΑ ΚΑΙ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ……
ΑΚΑΜΩΤΟΣ….6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017…56 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ….56 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ….ΟΛΗ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟΙ…