H σημασία δεδομένων και μέτρων δημόσιας υγείας με υπόδειγμα τον Καναδά (Μέρος 2ο)

Written by on 11 Ιανουαρίου 2022

Με επιστημονικά στοιχεία από τη μέχρι στιγμής διαχείριση, καταγραφή δεδομένων αλλά και των μέτρων δημόσιας υγείας πραγματοποιήθηκε μια δημοσιογραφική έρευνα στον Καναδά, ο οποίος διαθέτει ένα από τα καλυτέρα συστήματα υγείας

Στην εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού 98.4 με τον Γιώργο Σαχίνη, παρουσιάστηκε το δεύτερος  μέρος , μίας εκτεταμένης δημοσιογραφικής έρευνας, πάνω στα επιστημονικά στοιχεία, της μέχρι σήμερα διαχείρισης, της καταγραφής δεδομένων αλλά και των μέτρων δημόσιας υγείας, που έκανε το ici. radio- Canada σε μια χώρα, όπως ο Καναδάς που διαθέτει ένα από τα καλύτερα συστήματα υγείας και ειδικά στο τομέα της πρωτοβάθμιας.

Όπως εξηγήθηκε, επειδή η εκπομπή αναφέρεται συνεχώς στο ζήτημα του ελλείμματος των δεδομένων στη χώρα μας, προσεγγίστηκε το τι γίνεται σε άλλες σοβαρές χώρες, όπως στον Καναδά. Τα όσα αποκαλύπτει η δημοσιογραφική έρευνα στον Καναδά, αν συμβαίνουν έτσι εκεί, τότε, τι να πούμε εμείς για όσα συμβαίνουν με την διαχείριση στην Ελλάδα ;

Η Απομαγνητοφώνηση του 2ου μέρους της δημοσιογραφικής έρευνας στον Καναδά

 Και  χωρίς επιδημιολογική επιτήρηση πάμε στα τυφλά.

Κι ένα βασικό ζήτημα είναι η επιλογή των τεστ.

Ξέρουμε πλέον ότι σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολο, να καταφέρουν τα ράπιντ με την ήδη μειωμένη ευαισθησία τους, να ανιχνεύσουν τη συγκεκριμένη παραλλαγή. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τα σελφ τεστ.

Τώρα πλέον η εμπειρία αυτή υπάρχει σε κάθε νοικοκυριό.

Είναι άλλο πράγμα να λέμε ότι βοηθάνε, κι άλλο πράγμα να στηρίζει κανείς την επιδημιολογική επιτήρηση σε αυτά.

Κι ας μην ξεχνάμε δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για την γονιδιωματική επιτήρηση.

Αυτή κι αν είναι απαραίτητη. Όχι μόνον για να ξέρουμε αν πρόκειται για τη Δέλτα ή για την όμικρον, αλλά για την επόμενη που με αυτή τη μεταδοτικότητα περιμένει στην επόμενη  γωνία.

 

Και συνεχίζει το άρθρο :

 

«Τελικά έπρεπε να περάσουμε από τον υπολογισμό των κρουσμάτων στον υπολογισμό των νοσηλειών προκειμένου να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητά μας».

 

Τα εμβόλια προστατεύουν πάντοτε από σοβαρή νόσο και όσοι μολύνονται από την παραλλαγή Omicron έχουν λιγότερες πιθανότητες να καταλήξουν στο νοσοκομείο από ό,τι όσοι μολύνονται από την παραλλαγή Delta.

 

Μόνο που λόγω της υψηλής μεταδοτικότητάς της, η Omicron έχει τη δυνατότητα να μολύνει περισσότερα άτομα. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο να προκύψουν δυσμενείς συνέπειες για το σύστημα υγείας.

 

Τα εμβόλια εξακολουθούν να είναι αποτελεσματικά, αλλά

 

Μια πρόσφατη έκθεση που κυκλοφόρησε από τις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας του Οντάριο παρουσιάζει ότι η παραλλαγή Όμικρον έχει 54% χαμηλότερο κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου σε σύγκριση με την παραλλαγή Δέλτα. Ωστόσο, το γεγονός ότι μολύνει πολύ περισσότερα άτομα θα μπορούσε να οδηγήσει σε συνολική αύξηση των νοσηλειών.

 

Η  Όμικρον έχει την ικανότητα – περισσότερο από τις προηγούμενες παραλλαγές του – να μειώνει την προστασία που παρέχουν τα εμβόλια και η φυσική ανοσία από ιτς προηγούμενες λοιμώξεις. Τα εμβόλια είναι λιγότερο αποτελεσματικά στην πρόληψη της μόλυνσης, αλλά όχι απαραίτητα στην πρόληψη των σοβαρών εκδηλώσεων της νόσου.

 

Μια προδημοσιευμένη (δηλ. δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από ομότιμους) μελέτη του Ινστιτούτου Κλινικών Επιστημών Αξιολόγησης (ICES) στο Τορόντο έδειξε ότι δύο δόσεις εμβολίου δεν προστατεύουν επαρκώς από τη μόλυνση με την Όμικρον. Τρεις δόσεις παρέχουν μόνο 37% προστασία. Ωστόσο, τα εμβόλια εξακολουθούν να παρέχουν μια καλή προστασία από νοσηλείες που σχετίζονται με τις βαρειές μορφές της COVID-19.

 

Κάτι που το έκαναν και πριν, γιατί γι αυτό σχεδιάστηκαν. Δηλαδή να εξασφαλίζουν στον έναν ή στον άλλον βαθμό προστασία από τις βαρειές μορφές της νόσου.

Υπενθυμίζουμε κι εμείς από την πλευρά μας.

 

Καθώς ο αριθμός των κρουσμάτων ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες, αρκετές περιφέρειες έχουν περιορίσει την πρόσβαση στις εξετάσεις και έχουν επιβάλει εκ νέου περιοριστικά μέτρα. Και σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις, ο πραγματικός αριθμός των ατόμων που θα έχουν προσβληθεί κατά τις επόμενες εβδομάδες, θα μπορούσε να ανέλθει σε εκατοντάδες χιλιάδες ημερησίως.

 

«Θα γίνει χαμός”, προβλέπει ο Δρ ΜακΓκίρ. «Καθυστερήσαμε. Περιμέναμε πάλι πολύ καιρό.

 

Ο τεράστιος αριθμός των περιστατικών θα είναι μια δοκιμασία όχι μόνο για τα νοσοκομεία, αλλά και για τις μονάδες εντατικής θεραπείας», τονίζει ο ίδιος. Και μέσα σε δύο ή τρεις εβδομάδες, το σύστημα των νοσοκομείων θα βρεθεί και πάλι υπό πίεση».

 

Ας αναλογιστούμε στο σημείο αυτό, τι σημαίνει για το δικό μας σύστημα Υγείας, που δεν σταμάτησε να πιέζεται από τον Νοέμβριο του 2020 και μάλιστα τελείως ασφυκτικά.

Δεν πήρε ανάσες όχι μόνο αυτό σαν σύστημα συνολικά, αλλά και οι εργαζόμενοι σε αυτό, που έχουν ξεπεράσει τα όριά τους. Πέρα από τις ελλείψεις και την υποστελέχωση, σήμερα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό μολύνεται πολύ περισσότερο και πιο συχνά, με αποτέλεσμα να πρέπει να μπει σε απομόνωση.

Τελικά εάν δεν παρθούν άμεσα ενισχυτικά μέτρα που μήνες τώρα, κακώς δεν έχουν παρθεί που θα βρεθούν τα άτομα για τις νοσηλείες.

Για να μην μιλήσουμε για τα υπόλοιπα νοσήματα, λες κι έχουμε αποκτήσει ανοσία σε όλα τις άλλες παθήσεις κι έχουν εξαφανιστεί ως δια μαγείας από τον πληθυσμό.

Αυτοί όλοι που θα νοσηλευθούν ; αφού τα νοσοκομεία με τη τακτική που ακολουθήθηκε έχουν καταντήσει ιδρύματα για την Covid, όπως τα σανατόρια που φτιάχνονταν άλλες εποχές.

Ναι που φτιάχνονταν για να αντιμετωπίσουν τη μάστιγα της φυματίωσης.

Φτιάχνονταν όμως.

Εμείς είχαμε νοσοκομεία και τα κλείσαμε.

Επομένως μέχρι πότε θα ταΐζονται κουτόχορτο και θα εμπαίζονται οι πολίτες ότι μπορούν τάχα να νοσηλεύονται στον ιδιωτικό τομέα;

ποιος ; που; πότε ;

μπορεί να πάει κανείς να νοσηλευθεί ιδιωτικά, εάν δεν έχει χρήματα ;

έχει κανείς μήπως υπόψη του τα υπέρογκα νοσήλια που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα;

Τι είδους επιστράτευση και συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπιση της πανδημίας είναι αυτή, όταν δεν εφημερεύουν και δεν μπορεί να πάει κανείς από μόνος του, αλλά πρέπει να περάσει από τη βάσανο της διαλογής στα εφημερεύοντα δημόσια νοσοκομεία.

Ο πολίτης που αναζητάει ακόμη και την πιο απλή υπηρεσία υγείας, όχι μόνο δεν έχει πρόσβαση, αλλά εκτίθεται κιόλας από πάνω.

Το δε σύστημα που μόλις και μετά δυσκολίας αντιμετωπίζει τους ασθενείς με COVID, πιέζεται ακόμη περισσότερο, με αυτή τη διαδικασία επιλογής. Και στο κάτω κάτω πόσοι από αυτούς που πηγαίνουν στα νοσοκομεία καταλήγουν τελικά να νοσηλευθούν σε ιδιωτικά ιδρύματα;

Οι περισσότεροι ξαναγυρίζουν τελικά στα σπίτια τους με οδηγίες, λες κι έχουν οικογενειακό γιατρό για να τους παρακολουθήσει κατ’ οίκον και μάλιστα εν μέσω τέτοιας πανδημίας.

 

Και συνεχίζει το άρθρο :

 

Το ποσοστό θετικότητας, είναι ένας πολύτιμος δείκτης.

 

Ένας άλλος χρήσιμος δείκτης για την αξιολόγηση της επιβάρυνσης που δέχεται η χώρα από τη COVID-19, είναι το ποσοστό θετικότητας. Αυτό δεν εκφράζει τον αριθμό των μεμονωμένων περιπτώσεων, αλλά το ποσοστό εκείνων που επιβεβαιώνονται ως θετικοί.

 

Σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό θετικότητας των τεστ έφτασε το εντυπωσιακό 25% την περασμένη εβδομάδα, πράγμα που σημαίνει ότι ένας στους τέσσερις Καναδούς που υποβλήθηκαν σε τεστ ήταν θετικός.

 

Το ποσοστό θετικότητας είναι πιθανότατα το μόνο που έχει σημασία, σύμφωνα με τον Δρ Αλεξάντερ Γουόνγκ (Dr Alexander Wong), ειδικό σε θέματα λοιμωδών νοσημάτων στο Γενικό Νοσοκομείο της Ρεγγίνας (Régina) και αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Σασκατσουάν στο Σασκατούν (Saskatchewan à Saskatoon).

 

Το  Σασκατσουάν είναι μια τεράστια περιφέρεια, μια από τις 12 του Καναδά και βρίσκεται ακριβώς στο μέσο.

 

 

«Αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του σε ποιο σημείο βρίσκονται οι επαρχίες και οι περιφέρειες σε σχέση με την κορύφωση της πανδημίας.

 

Όταν αυτό το ποσοστό θετικότητας αρχίσει να μειώνεται, θα είμαστε σε καλύτερη θέση να γνωρίζουμε αν το κύμα Omicron έχει κορυφωθεί». Ωστόσο, ο Δρ Γουόνγκ προειδοποίησε ότι ο δείκτης αυτός θα επηρεαστεί από τη διαθεσιμότητα – επάρκεια των εξετάσεων.

 

«Στο Σασκάτσουαν, όπου η Όμικρον εξελίσσεται είναι λιγότερο έντονα από ό,τι σε άλλες περιοχές της χώρας, η ικανότητά μας να διενεργούμε τεστιγκ έχει σχεδόν ξεπεραστεί», εξηγεί ο Δρ Γουόνγκ. Και θα χειροτερέψει τις επόμενες ημέρες.

 

Ο Δρ Νέιλορ διευκρινίζει ότι το ποσοστό θετικότητας επηρεάζεται επίσης από τη συμπεριφορά του πληθυσμού: με άλλα λόγια, τόσο ο αριθμός των ατόμων που διαγιγνώσκονται με COVID-19 όσο και ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων επηρεάζονται από την προσβασιμότητα στις εξετάσεις και από την προθυμία των ανθρώπων να επιδιώξουν να εξεταστούν.

 

«Δεν είμαστε πλέον σε θέση να εξετάζουμε ασθενείς που έχουν συμπτώματα», εξηγεί ο Δρ Ντομινίκ Μερτζ (Dominik Mertz), ειδικός στα λοιμώδη νοσήματα και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ στο Χάμιλτον (Université McMaster, à Hamilton). «Σταματήσαμε πλέον να εξετάζουμε όσους έχουν εκτεθεί. Έχουμε μειώσει σημαντικά τον έλεγχο όλων των ατόμων που είναι ασυμπτωματικοί».

 

«Ο αριθμός των περιπτώσεων είναι πλέον λιγότερο σημαντικός».

 

Εμείς φαίνεται να κάνουμε το ίδιο, όχι γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε καλύτερα, αλλά γιατί ποτέ δεν μάθαμε τι πρέπει και πως πρέπει να το κάνουμε.

Απλώς σήμερα οι δυσκολίες των άλλων, έρχονται κουτί για τα διαχειριστικά επιτελεία, που βρήκαν με τον τρόπο αυτό την καλύτερη δικαιολογία.

 

Αναζητώντας τον ιό στα λύματα.

 

Η εξέταση των λυμάτων είναι ένα άλλο εργαλείο για την αξιολόγηση του βαθμού παρουσίας του ιικού φορτίου στην κοινότητα. Αυτή η μέθοδος ανίχνευσης επιτρέπει σε συγκεκριμένες περιοχές να διαπιστώσουν πότε ο κίνδυνος έκθεσης στον ιό είναι υψηλός, αν και δεν έχει τη δυνατότητα αξιολογεί με ακρίβεια τον αριθμό των κρουσμάτων ή τη σοβαρότητα της νόσου.

 

«Είναι μια αρκετά καλή ένδειξη των τάσεων», λέει η Σάρα Ντόρνερ (Sarah Dorner), ειδική στην ποιότητα του νερού και καθηγήτρια στο Πολυτεχνείο του Μόντρεαλ. Έτσι, αν όντως υπάρχει αύξηση, αυτή σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αύξηση των κρουσμάτων.

 

«Και αυτό είναι πολύ σημαντικό στο σημερινό πλαίσιο, διότι ό,τι συμβαίνει στα λύματα συμβαίνει και στην κοινότητά », προσθέτει.

 

Η Σάρα Ντόρνερ υποστηρίζει ότι αυτές οι τάσεις επιτρέπουν στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να γνωρίζουν πότε και πού πρέπει να δράσουν, να προειδοποιήσουν τους κατοίκους για να προστατευτούν από τη μετάδοση της λοίμωξης.

 

Να επισημάνουμε κι εμείς με τη σειρά μας στο σημείο αυτό, ότι όταν οι Καναδοί επιστήμονες ομιλούν για ανίχνευση στα λύματα, αναφέρονται σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα τακτικής παρακολούθησης, σε ένα πλήρως αναπτυγμένο σύστημα αποχέτευσης. Έχουν τη δυνατότητα να συλλέγουν λύματα και να διενεργούν την ανίχνευση ανά περιοχή μέσα από ειδικές εγκαταστάσεις.

Δεν κυνηγάνε για παράδειγμα τον ιό στην Ψυττάλεια ή στα απόβλητα στο λιμάνι της συμπρωτεύουσας, ή όπου αλλού.

Σε καμία των περιπτώσεων η μέθοδος αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει το κύριο εργαλείο επιδημιολογικής επιτήρησης και να αντικαταστήσει τις κλασσικές μεθόδους : δηλαδή τεστιγκ, ιχνηλάτηση επαφών κλπ.

Στη χώρα μας που όλα τα πράγματα αποκτούν σημασία και οντότητα ανάλογα με τη προβολή από τα ΜΜΕ, η ανίχνευση των λυμάτων προβλήθηκαν ως αποτελεσματικό εργαλείο παρακολούθησης της εξέλιξης της πανδημίας, προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα ενεργειών στο ζήτημα της επιδημιολογικής επιτήρησης.

Έτσι από εκεί που οι Έλληνες πολίτες αγνοούσαν παντελώς την ύπαρξη ενός τέτοιου συστήματος και μια τέτοιας ερευνητικής διαδικασίας που επιτελείται έτσι κι αλλιώς σε συστηματική βάση από την πολιτεία, ξαφνικά έγιναν ως τηλεθεατές, μάρτυρες των αγωνιωδών ερωτήσεων, που υπέβαλλαν οι τηλεπαρουσιαστές και τηλεπαρουσιάστριες στους ειδικούς μοντελίστες :

και μ ε τα λύματα τι γίνεται;

για πέστε  μας τι βρίσκετε στα λύματα;

και πολλές άλλες τέτοιες ανούσιες ερωτήσεις.

 

Και συνεχίζει το άρθρο :

 

«Πρόκειται για μια μέθοδο χαμηλού κόστους, υψηλής απόδοσης και ακρίβειας», λέει ο Ραϊουάτ Ντεονάνταν (Raywat Deonandan), επιδημιολόγος και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οτάβα.

 

Η παρακολούθηση των λυμάτων χρησιμοποιήθηκε σποραδικά σε ορισμένες χώρες για την παρακολούθηση των επιπέδων του COVID-19 κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ωστόσο, η αποδοχή αυτής της μεθόδου υπήρξε βραδεία, καθώς έχει πολύ περισσότερους περιορισμούς σε σύγκριση με την καταγραφή των κρουσμάτων.

 

«Δεν μια είναι τέλεια μέθοδος», σχολιάζει ο Ερίκ Αρτς (Eric Arts), καθηγητής μικροβιολογίας και ανοσολογίας στη Σχολή Ιατρικής και Οδοντιατρικής Σούλιχ (Schulich) του Πανεπιστημίου του Δυτικού Οντάριο στο Λονδίνο του Οντάριο (Université Western à London, en Ontario). Αλλά είναι καλύτερο από το να λέμε, «Υπάρχουν 13.000 κρούσματα σήμερα”, όταν ο πραγματικός αριθμός είναι πιθανώς τριπλάσιος».

 

Αποτελεί ένα πολύ σαφές προειδοποιητικό σήμα.

 

Η Σάρα Ντόρνερ, υπενθυμίζει ότι τα λύματα του Μόντρεαλ έδωσαν ένα σαφές μήνυμα ότι η Όμικρον κυκλοφορούσε σε σημαντικό βαθμό στον πληθυσμό τον Δεκέμβριο, πριν καν ανιχνευθεί από τα τεστ.

 

Ακούσατε εσείς κάτι τέτοιο στη χώρα μας.

Έγινε μια τέτοια αποκάλυψη και προειδοποίηση κι εμείς δεν το πήραμε χαμπάρι;

που ήταν οι μοντελίστες όταν έπρεπε να κάνουν αυτό που όφειλαν να κάνουν;

αλλά μάλλον δεν ήξεραν πως και τι να κάνουν.

 

«Πολλά εργαστήρια δημόσιας υγείας σε ολόκληρη τη χώρα εξετάζουν τα λύματα στην περιοχή τους», λέει η Ντόρνερ, η οποίοα ελπίζει ότι οι Καναδοί θα είναι σε θέση να αξιολογήσουν το δικό τους επίπεδο κινδύνου έχοντας πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα.

 

Πως είπατε έχοντας πρόσβαση σε δεδομένα ; τι είναι αυτό;

και πολλά εργαστήρια δημόσιας υγείας  σε ολόκληρη τη χώρα εξετάζουν τα λύματα στην περιοχή τους ;

αυτό πάλι τι είναι ;

ελάτε καλέ !!

 

Και το άρθρο τελειώνει με τις αμφιβολίες και τις ανησυχίες της ειδικού :

 

«Βρισκόμαστε στο σημείο όπου πρέπει να εκτιμήσουμε τον κίνδυνο σε προσωπικό επίπεδο, επειδή το σύστημα υγείας δεν είναι πλέον σε θέση να ελέγξει ή να παρακολουθήσει», λέει η Σάρα Ντόρνερ.

«Πώς μπορούμε όμως να αποκτήσουμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να το κάνουμε αυτό σε ατομική βάση;»

 

 

  • To Σχετικό Link :

 

https://ici.radio-canada.ca/nouvelle/1851963/canada-resultat-test-cas-covid-omicron


Reader's opinions

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *



Current track

Title

Artist