Άλλα λέει ο ECDC για τον αυτοδιαγνωστικό έλεγχο, άλλα παρουσιάζουν στην Ελλάδα
Written by Γιώργος Σαχίνης on 26 Απριλίου 2021
Η επιχειρηματολογία του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας , με επίσημες δηλώσεις την Παρασκευή, ότι η επιλογή για την εφαρμογή του αυτοδιαγνωστικού ελέγχου με τον τρόπο που έχει καθιερώσει το Υπουργείο , έχει γίνει δήθεν με τη σύσταση του ECDC, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από τις ίδιες τις οδηγίες του ECDC για τον αυτοδιαγνωστικό έλεγχο και το αποκλειστικά αποσπασματικό τους ρόλο στην επιδημιολογική καταγραφή – επιτήρηση σε μια χώρα. Όπως παρουσιάζεται σε ειδική ανάλυση της εκπομπής του Γ. Σαχίνη στον 98.4, είτε από άγνοια της χρήσης των όρων και προϋποθέσεων του ECDC, είτε αποσπασματική και επιλεκτική χρήση αλλότριων από την πραγματική εικόνα της χώρας, στοιχείων, άρα με σκοπιμότητα, οδηγεί σε λάθος δεδομένα που μπορεί να αποδειχθούν και επικίνδυνα σε μια περίοδο που η εκτεταμένη διασπορά για να σπάσει από τις αλυσίδες μετάδοσης , χρειάζεται όσο το δυνατόν πιο αναλυτικά, αξιόπιστα και πλήρη στοιχεία. Η εκπομπή παραθέτει αυτούσια αποσπάσματα των οδηγιών του ECDC , που κινούνται σε εντελώς άλλη κατεύθυνση από αυτή που παρουσίασε ο κ. Κοντοζαμάνης , περίπου και ως σύσταση του ECDC για χρήση των οικιακών τεστ ως βασικό εργαλείο. Στο τέλος του ηχητικού υπάρχουν κάρτες δεικτών και σχετικά αποσπάσματα του ECDC που αναιρούν την αποσπασματική χρήση των οδηγιών του , από την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και την αποδοχή τους από μέλη της επιτροπής των ειδικών επιστημόνων.
Αποσπάσματα από τις Οδηγίες του ECDC για τα Αυτοδιαγνωστικά Τests
«The scenarios are:
- Population-level screening, broad screening of a whole population (i.e. healthy people that are nonsymptomatic, not contacts of cases, and not in specific risk groups) and/or screening individuals attending specific public settings (i.e. prior to access to indoor/outdoor settings with a high number of individuals mixing) (Figure 3).
- Within targeted settings, which could include (but are not limited to) settings with high risk of transmission to vulnerable people (e.g. healthcare settings, long-term care facilities, prisons, migration centres,accommodation for vulnerable persons) and settings with a high number of children and adolescents mixing(e.g. schools) (Figure 4).
Τα σενάρια είναι:
- Διαλογή σε επίπεδο πληθυσμού, ευρεία εξέταση ολόκληρου του πληθυσμού (δηλαδή υγιή άτομα που δεν εμφανίζουν συμπτώματα, όχι σε επαφές με κρούσμα και όχι σε ομάδες ειδικού κινδύνου) ή / και ανίχνευση ατόμων που ασκούν συγκεκριμένες δημόσιες δραστηριότητες (δηλαδή πριν από την πρόσβαση τους σε εσωτερικούς / εξωτερικούς χώρους και που έρχονται σε επαφή με μεγάλο αριθμό ατόμων) (Σχήμα 3).
- Διενέργεια σε στοχευμένες δομές, οι οποίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν (αλλά χωρίς να περιορίζονται σε) δομές με υψηλό κίνδυνο μετάδοσης σε ευάλωτα άτομα (π.χ. δομές υγειονομικής περίθαλψης, δομές μακροχρόνιας περίθαλψης, φυλακές, κέντρα μετανάστευσης, χώρους διαμονής για ευάλωτα άτομα) και δομές όπυ συγχρωτίζεται υψηλός αριθμό παιδιών και εφήβων (π.χ. σχολεία) (Σχήμα 4)».
Αυτά τα δύο βασικά σενάρια υποδιαιρούνται σε δύο υποκατηγορίες ανάλογα με τον επιπολασμό. Από 0.1% έως 1% (πολύ χαμηλό έως χαμηλό) και από 5% έως 10% (‘υψηλό έως πολύ υψηλό).
Παραθέτουμε και τη σχετική εικόνα που δείχνει τις αυξομοιώσεις που υφίστανται τα θετικά (αληθή και ψευδή) και τα αρνητικά (αληθή και ψευδή) στις τέσσερις διαφορετικές, ανάλογα με τον επιπολασμό κατηγορίες.
Ας ξεκαθαρίσουμε ότι η φράση αυτή, της οποίας έκανε χρήση ο Αναπληρωτής Υπουργός Υγείας, είναι μια ερμηνεία αυτών που γράφονται στο κείμενο του ECDC, και σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο και στο νόημα του κειμένου διότι, όπως αναγράφεται στη πρώτη παράγραφο της σελίδας 14 του ECDC και σε ελεύθερη μετάφραση έχει ως εξής:
«… η χρήση των τεστ είναι αυτή που μπορεί να ακολουθήσει τέσσερα πιθανά (υπο) σενάρια, στον πληθυσμό, ανάλογα με τον ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟ.
Ο βασικός λοιπόν διαχωρισμός σε υποομάδες πρέπει να γίνεται με βάση τον επιπολασμό, ο οποίος προϋποτίθεται ότι είναι γνωστός…».
Για τον λόγο αυτό στο κείμενο του ECDC, αμέσως μετά ακολουθεί η δεύτερη παράγραφος στην οποία διευκρινίζεται σαφώς τι πρέπει να γίνει, όταν ο επιπολασμός δεν είναι γνωστός:
«If the prevalence is unknown, public health authorities may consider which scenario is applicable based on the available local indicators including incidence, test positivity, rates of absenteeism, known outbreaks, and rates of hospitalisation and death».
«Εφόσον ο επιπολασμός δεν είναι γνωστός, οι υγειονομικές αρχές, μπορούν να αποφασίσουν ποιο συγκεκριμένο σενάριο έχει εφαρμογή στη περίπτωσή τους, βασιζόμενοι σε διαθέσιμους κατά τόπους δείκτες, συμπεριλαμβάνοντας, τη συχνότητα εμφάνισης κρουσμάτων, της ποσοστό θετικότητας, το ποσοστό απουσιασμού, γνωστές εξάρσεις, γνωστές εστίες, τις νοσηλείες και τους θανάτους».
Είναι σαφές λοιπόν ότι στη περίπτωση της χώρας μας, επειδή σε αντίθεση με τις άλλες χώρες δεν υπάρχουν μελέτες οροεπιπολασμού που να προσδιορίζουν ακριβώς το ποσοστό του επιπολασμού, η επιλογή του κατάλληλου σεναρίου θα πρέπει να γίνει εμμέσως με συνυπολογισμό διαφόρων επιμέρους δεικτών, όπως αυτών που προαναφέρθηκαν και από τον ECDC και στη σχετική ανάλυση το ηχητικό της οποίας προηγείται εδώ.